πατρίκιοι

πατρίκιοι
Μέλη γνωστών οικογενειών της αρχαίας Ρώμης, μια προνομιούχα τάξη, σε αντιδιαστολή με τους πληβείους. Η σχέση ανάμεσα στους π. και τους πληβείους εξακολουθεί να αμφισβητείται. Κατά μία εκδοχή, οι π. υπήρξαν αρχικά οι μόνοι πολίτες της Ρώμης. Καθώς η Ρώμη μεγάλωνε σε δύναμη, ένας μεγάλος αριθμός απελεύθερων συγκεντρώθηκε στην πόλη. Μερικοί έγιναν υπηρέτες των π. Άλλοι τέθηκαν υπό την προστασία του βασιλιά. Έγιναν ένα σημαντικό σώμα, γνωστό ως plebs (πληβείοι). Η διάκριση μεταξύ των π. και των υπολοίπων υπήρξε αρχικά διάκριση γενεάς. Οι π. αντιπροσώπευαν την αριστοκρατία και οι πληβείοι τη μάζα του παλαιού πληθυσμού. Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι οι π. ήταν μια αριστοκρατία που δημιουργήθηκε με εκλογή από τους βασιλιάδες και έφταναν έως τη Σύγκλητο. Αρχικά ήταν μια αριστοκρατία αξιώματος, αλλά κάποια στιγμή μετατράπηκε σε αριστοκρατία γενεάς. Αντίθετα λοιπόν με τους πληβείους, οι π. σχημάτισαν μια κληρονομική αριστοκρατία, με το αποκλειστικό δικαίωμα να παίρνουν όλα τα δημόσια αξιώματα, πολιτικά ή θρησκευτικά. Η σύναψη γάμων ανάμεσα στους π. και τους πληβείους δεν επιτρεπόταν έως το 445 π.Χ. Μια μεγάλη διαμάχη ξέσπασε ανάμεσα στους π. και στους πληβείους μετά την ίδρυση της δημοκρατίας, το 510 π.Χ., με αίτημα την αποδοχή των πληβείων στα κρατικά αξιώματα. Η διαμάχη κράτησε έως το 300 π.Χ. και οι π. αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το αποκλειστικό τους δικαίωμα στα αξιώματα. Δική τους αποκλειστικότητα παρέμειναν μόνο αξιώματα που δεν είχαν μεγάλη πολιτική σημασία. Το σημαντικό πολιτικό δικαίωμα που είχαν οι π., να επιβεβαιώνουν τις αποφάσεις της Comitia Centuriata, το έχασαν το 286. Η Comitia Tributa, όπου οι πληβείοι είχαν την υπεροχή, έγινε έτσι το σημαντικότερο όργανο της δημοκρατίας. Σχηματίστηκε τότε μια αριστοκρατία από ανθρώπους που κρατούσαν τα σημαντικότερα αξιώματα, κυρίως π. και μερικές από τις πιο σημαντικές οικογένειες πληβείων. Τα μέλη αυτών των οικογενειών, είτε προέρχονταν από π. είτε προέρχονταν από πληβείους, ονομάζονταν Nobiles (ευγενείς). Ο αριθμός των οικογενειών των π. άρχισε να μικραίνει σημαντικά εξαιτίας των εμφύλιων πολέμων. Ο Καίσαρ και ο Αύγουστος αύξησαν τον αριθμό τους εισάγοντας οικογένειες πληβείων, και οι επόμενοι αυτοκράτορες έδιναν τον τίτλο του π. ως ένδειξη διάκρισης. Στους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο τίτλος του π. έγινε προσωπικός, και ήταν έναν βαθμό αμέσως πιο κάτω από τον βαθμό του ύπατου. Η εξωτερική διάκριση του π. αφορούσε τον τύπο του χιτώνα που φορούσε. Φορούσε επίσης ένα ιδιαίτερο είδος υποδήματος στολισμένου με ένα μισοφέγγαρο από ελεφαντόδοντο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πατρίκιοι — Πατρίκιος patricius masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίκιοι — πατρίκιος patricius masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

  • αριστοκρατία — Σύμφωνα με την ετυμολογική σημασία της λέξης σημαίνει η κυριαρχία των αρίστων, πολίτευμα δηλαδή όπου κυβερνούν άνθρωποι που διακρίνονται από τους άλλους για την αξία, την υψηλή καταγωγή ή τη σοφία τους. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα αποδεικνύεται η… …   Dictionary of Greek

  • ευπατρίδης — ο (ΑΜ εὐπατρίδης, Α δωρ. τ. εὐπατρίδας) αυτός που κατάγεται από ευγενή πατέρα ή από ευγενείς προγόνους, ο ευγενής, ο αριστοκράτης, ο άρχοντας αρχ. 1. ως επίθ. (για οίκο) αριστοκρατικός («ἁ τῶν εὐπατριδᾱν γεγῶσ οἴκων», Ευρ.) 2. (στην αρχαία Αθήνα) …   Dictionary of Greek

  • κάμπαγος — (AM) είδος υποδήματος που φορούσαν οι Ρωμαίοι και Βυζαντινοί αυτοκράτορες, οι πατρίκιοι και οι ιππείς, το οποίο έμοιαζε με σανδάλι, ήταν προσαρμοσμένο στο πόδι με ιμάντες και άφηνε ακάλυπτο το πάνω μέρος τού ποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. campagus] …   Dictionary of Greek

  • κήνσωρ — (censor). Ανώτερο δημόσιο αξίωμα της αρχαίας Ρώμης, που καθιερώθηκε σύμφωνα με την παράδοση το 443 π.Χ. Οι κ. ήταν δύο και εκλέγονταν από τις συνελεύσεις των εκατόνταρχων κάθε πενταετία. Αρχικά, μόνο πατρίκιοι καταλάμβαναν αυτό το αξίωμα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • λατικλάβιος — ο (Α λατικλάβιος) στον πληθ. οι λατικλάβιοι οι συγκλητικοί και οι πατρίκιοι, που αποτελούσαν την ανώτερη κοινωνική τάξη τών Ρωμαίων και έφεραν χιτώνες με πλατιές παρυφές, σε αντιδιαστολή προς τους αγγουστικλαβίους, τους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”